- τσακωνικός, -ή, -ό
- τσακωνικός, -ή, -ό και τσακώνικος, -η, -ο,1. που έχει σχέση με τους Τσάκωνες ή την Τσακωνιά: Τσακωνική διάλεκτος.2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., τα τσακώνικα η τσακωνική διάλεκτος.3. το ουδ. εν. ως ουσ., τσακώνικο (βλ. λ.).4. επίρρ., τσακώνικα στην τσακωνική διάλεκτο: Συνεννοούνται τσακώνικα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.